Ναυτικές γνώσεις και επιτεύγματα στην αρχαία Ελλάδα
“ΑΝ Η ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΜΒΑΔΙΖΕ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΦΥΪΑ ΤΟΥΣ, ΤΟΤΕ ΙΣΩΣ ΚΑΙ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΑ ΑΡΧΙΖΕ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΟΜΒΟ. ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΑΠΛΩΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΕΙΧΑΜΕ ΦΤΑΣΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΚΟΝΤΙΝΟΥΣ ΠΛΑΝΗΤΕΣ”
(ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ)
Εισαγωγή
Πολύ πίσω στο παρελθόν, εδώ και 10.000 χρόνια, οι αρχαίοι Έλληνες έβαζαν τις βάσεις της μετέπειτα λαμπρής ναυτικής εποποιίας μας. Τα ελληνικά πλοία διέσχιζαν τις θάλασσες του κόσμου με πληρώματα που δεν φοβήθηκαν να ταξιδέψουν στο άγνωστο και να επεκτείνουν τον ορίζοντα των γνώσεων τους και τα όρια του τότε κόσμου. Με τα εξερευνητικά και εμπορικά τους ταξίδια δια μέσου (κυρίως) των θαλασσίων δρόμων, οι Έλληνες δημιούργησαν λαμπρούς πολιτισμούς και επέδρασαν πάνω σε άλλους. Δίκαια ο Έλληνας ναυτικός θεωρείται ο πρωτοπόρος στην κατάκτηση της θάλασσας.
Οι αρχαίοι Έλληνες, σε αντίθεση με άλλους λαούς, κατείχαν τη γνώση της πελαγοδρομίας (πλους στην ανοιχτή θάλασσα, μακριά από ακτές ) από πολύ παλιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Μινωίτες και Θηραίοι ναυτικοί, που είχαν αναπτύξει τη ναυτιλία (ήδη) από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ, και όργωναν το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο ( Αίγυπτο, Κύπρο, Μεσοποταμία) για να βρουν καινούργιες αγορές για τα προϊόντα τους και να φέρουν πίσω, στα νησιά τους, τις πρώτες ύλες που τους έλειπαν.
Η Οδύσσεια, κατ’ εξοχήν ναυτικός κώδικας, αποτελεί μια μυθοπλασία ναυτικών γεγονότων και στοιχείων. Μπορεί να εκληφθεί σαν ένας ποιητικός “περίπλους”, ένα εγχειρίδιο ναυτιλίας, δοσμένο ποιητικά και αλληγορικά. Είναι μία καταγραφή των ναυτικών επιτευγμάτων των Αχαιών, των περιπετειών τους και των γνώσεων που είχαν αποκτήσει εκατοντάδες χρόνια πριν. Ο Οδυσσέας ουσιαστικά αντιπροσωπεύει και προσωποποιεί τον αρχαίο Έλληνα ναυτικό, που ταξίδεψε σε όλες εκείνες τις περιοχές στις οποίες είχαν φθάσει οι ναυτικοί της εποχής του, εκουσίως ή ακουσίως, παρασυρόμενοι από τα ρεύματα και τις τρικυμίες.
Ο Αρχαιότερος Πλους
Πότε άραγε έγινε η πρώτη θαλάσσια διαδρομή των Ελλήνων, φυσικά στο Αιγαίο, την πανάρχαια κοιτίδα μας. Πόσο πίσω στο παρελθόν έπλευσε εκείνο το πρώτο ελληνικό πλοίο, από πού απέπλευσε και που κατέπλευσε, υλοποιώντας τη πρώτη θαλάσσια περιπέτεια. Πόσο πίσω βαθιά στην ιστορία, τα ταραγμένα κύματα του Αιγαίου αντίκρυσαν μια κακόσχημη κατασκευή, που με θράσος προσπάθησε να διαγράψει την πρώτη πορεία στο πέλαγος και να γεφυρώσει δύο στεριές, δίνοντας έτσι το έναυσμα για τη δημιουργία της ναυτικής παράδοσης των Ελλήνων.
Στο σπήλαιο Φράχθη της Αργολίδας, στην είσοδο του Αργολικού κόλπου, μια επιστημονική ομάδα με αρχηγό τον καθηγητή Αρχαιολογίας Thomas Jacobsen, ξεκίνησε το 1967 αρχαιολογικές ανασκαφές. Ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη της επιστημονικής ανασκαφικής ομάδας όταν σε στρώμα του 8000 π.Χ. ανακάλυψαν κομμάτια μιας σκληρής πέτρας, γνωστής ως οψιανός ή οψιδιανός. Η έκπληξη προήλθε από το γεγονός ότι αυτά τα συγκεκριμένα μικρά κομμάτια οψιδιανού δεν ήταν ντόπια προϊόντα, αλλά είχαν μεταφερθεί από τη Μήλο, και τούτο επειδή μόνο στα νταμάρια της Μήλου(στη Φυλακωπή) εξορυσσόταν τέτοιο είδος οψιδιανού. Αυτή η ανακάλυψη απέδειξε ότι οι εμπορικές ανταλλαγές είχαν ήδη αρχίσει στα ταραγμένα νερά του Αιγαίου εδώ και 10.000 χρόνια πριν. Η πληροφορία αυτή είναι συγκλονιστική αφού παγκοσμίως δεν έχει επισημανθεί αρχαιότερος πλους. Φυσικά αυτός ο πλους έγινε με κάποιο "πλωτό μέσο" ικανό να μεταφέρει ανθρώπους και εμπορεύματα.
Ναυπηγική Εξέλιξη των Αρχαίων Ελληνικών Πλοίων
Για τη μακρά περίοδο 10000 - 3000 π.Χ. δεν υπάρχουν στοιχεία, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε αρκετά για τα τότε πλοία. Στη μετέπειτα εποχή(του Χαλκού) όμως, διαμορφώνεται ένας κοινός τύπος πλοίου στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, γεγονός που το γνωρίζουμε από αναπαραστάσεις και εγχάρακτες διακοσμήσεις αντικειμένων. Τα τηγανόσχημα σκεύη της Σύρου (2800-2200 π.Χ.) διασώζουν τις παλαιότερες, έως σήμερα, αναπαραστάσεις ελληνικού πλοίου.
Είναι γεγονός, ότι στη 3η χιλιετία π.Χ. υπάρχει ήδη στον ελλαδικό χώρο μια ναυπηγική παράδοση πολλών (χιλιάδων) ετών, ενώ η χρήση μετάλλων, που είναι γνωστή αυτή την εποχή, σίγουρα ενίσχυε την κατασκευή τους. Τότε ίσως τα πλοία αυτά, χρησιμοποιήθηκαν πέρα από τις ειρηνικές τους ασχολίες και για πολεμικούς σκοπούς, αποτελώντας "υπόδειγμα" για τα πολεμικά πλοία που θα κατασκευαστούν αργότερα στην Ελλάδα και τη Ρώμη.
Στη 2η π.Χ. χιλιετία η ναυπηγική παρουσιάζει μια σημαντική εξέλιξη. Η μεγάλη έγχρωμη τοιχογραφία του Δωματίου 5 της Δυτικής Οικίας, στο Ακρωτήρι της Θήρας, αποτελεί πλούσια πηγή πληροφοριών για τον οπλισμό και τη ναυπηγική τέχνη των πλοίων του Αιγαίου (16ος π.Χ. αιώνας). Μεγάλα ιστιοφόρα πλοία, (των Κρήτων ή των Μυκηναίων) απεικονίζονται να πλέουν από ένα λιμάνι (πάνω αριστερά) σε ένα άλλο (κάτω δεξιά), ενώ ο σημαιοστολισμός της ναυαρχίδας μαρτυρεί γιορταστικό χαρακτήρα.
Από την εμφάνιση των πλοίων της Θήρας μέχρι την εμφάνιση της τριήρους, τα ελληνικά πλοία θα βελτιωθούν αρκετά. Το εκτόπισμα τους αυξομειώνεται συνεχώς ανάλογα με το είδος των εμπορευμάτων που μεταφέρουν, είναι κωπήλατα αλλά και ιστιοφόρα, και είναι σκάφη κατάλληλα για ανοικτές θάλασσες, αλλά αργά σε ταχύτητα.
Η τριήρης αποτέλεσε οριακό σημείο ναυπηγικής εξέλιξης των (πολεμικών) πλοίων και επικράτησε στη Μεσόγειο περισσότερο από 1000 χρόνια. Ήταν εξέλιξη των πλοίων (της προκλασικής περιόδου), τριακοντόρου, πεντηκοντόρου και ειδικά των διήρεων. Υπήρξε μια "μακρά ναυς", ένα πανίσχυρο, εξαιρετικά γρήγορο και ευέλικτο πολεμικό σκάφος με κύριο μέσο προώσεως τα κουπιά. Οι πρώτες τριήρεις, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, φαίνεται ότι ναυπηγήθηκαν μεταξύ 650-610 π.Χ. στην Κόρινθο ή στη Σάμο. Η ναυπήγησή τους όμως, όπως και η χρήση τους, έφτασαν στο ανώτερο σημείο τελειότητας στην Αθήνα, σε τέτοιο βαθμό ώστε γρήγορα θεωρήθηκαν κατ' εξοχήν αθηναϊκό επίτευγμα. Ήταν τόσο περήφανοι οι Αθηναίοι για τις τριήρεις τους, ώστε όταν κάποιος τους ρωτούσε από πού κατάγονταν, απαντούσαν: "Από εκεί που φτιάχνονται οι όμορφες τριήρεις".
Και πράγματι, η αθηναϊκή τριήρης ήταν ένα πανέμορφο σκαρί, ένα κινούμενο έργο τέχνης. Με 170 κωπηλάτες, στον ανώτατο ρυθμό κωπηλασίας έφτανε την ταχύτητα των 12 κόμβων (κατά τους ελιγμούς της ναυμαχίας), ενώ σε συνήθη πλου (χωρίς χρήση πανιών) διήνυε 184 ναυτικά μίλια χωρίς στάση σε 24 ώρες. Δηλαδή, ανέπτυσσε μια μέση ταχύτητα 7.5 κόμβων για ολόκληρη τη διαδρομή, γεγονός που δείχνει ότι μια τριήρης ήταν δύο φορές ταχύτερη από μια γαλέρα.
Αστρονομική Ναυτιλία
Οι αρχαίοι Έλληνες στην προσπάθειά τους να βάλουν σε τάξη το χάος, έκαναν ουσιαστικά τη μεγαλύτερη επανάσταση στη γνώση που έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα. Ανακάλυψαν το "Νόμο", αυτή την υπέρτατη αρχή της επιστήμης, που για τους ίδιους είχε θεϊκή υπόσταση και καταγωγή. Έτσι μελέτησαν τα αστέρια για να μπορέσουν να ερμηνεύσουν τους νόμους που σχετίζονταν με τις κινήσεις τους και αυτή η ουράνια παρατήρηση οδήγησε σε πολλαπλά συμπεράσματα, κυρίως στη ναυτιλία, όπου οι αστερισμοί έπαιξαν και συνέχιζαν να παίζουν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες (που η αστρονομική ναυτιλία παραγκωνίστηκε αρχικά από την ηλεκτρονική ναυτιλία και στη συνέχεια από τη δορυφορική ναυτιλία) έναν τεράστιο ρόλο. Σύντομα τα βασικά ζωδιακά σχήματα συντρόφευαν τους ναυτικούς, η ανατολή του Αυγερινού χαιρέτιζε τον ερχομό μιας νέας ημέρας και η Πούλια (Αφροδίτη) σημάδευε τον ερχομό της νύχτας. Δεν είναι τυχαίο που όλα σχεδόν τα άστρα και οι αστερισμοί έχουν σήμερα τα ονόματα ισχυρών θεών και ηρώων της ελληνικής μυθολογίας.
Έτσι η αστρονομία αποτέλεσε τον κινητήριο άξονα που πάνω του στηρίχτηκε η ναυτιλία, ιδιαίτερα από τους κλασικούς χρόνους και μετά, για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο που έφτασε. Χωρίς αυτή δεν θα ήταν ικανοί να πελαγοδρομήσουν οι Έλληνες σε κάθε γωνία του γνωστού τότε κόσμου.
Μια όψη της γόνιμης σχέσης (αστρονομίας-ναυτιλίας) αποτελούν τα συγγράμματα "ναυτικής αστρολογίας", όπως ονόμαζαν τότε τα διάφορα έργα αστρονομικής παρατήρησης. Ο Όμηρος, στον κατ' εξοχήν ναυτικό του κώδικα την Οδύσσεια αναφέρει χαρακτηριστικά πως "η σοφή Θεά (Αθηνά) συμβούλεψε τον Οδυσσέα να κρατάει τη Μεγάλη Άρκτο στο αριστερό του χέρι, κατά τη διάρκεια της επιστροφής του από το νησί της Καλυψώ". Ο Ησίοδος, στο έργο του "Έργα και Ημέραι", γράφει απευθυνόμενος στον αδελφό του Πέραση: "Και αν σε κατέχει ο πόθος για επικίνδυνα ταξίδια θα πρέπει να γνωρίζεις πως όταν οι Πλειάδες (η γνωστή Πούλια) φεύγοντας από τον ανδρειωμένο Ωρίωνα πέφτουν στην ανταριασμένη θάλασσα, τότε πια σηκώνονται φουρτούνες από κάθε είδους ανέμους. Τότε λοιπόν να μην έχεις πια καράβια στη μαύρη θάλασσα, αλλά να καλλιεργείς τη γη όπως σε συμβούλεψα." Και ο Φώκος ο Σάμιος(6ος π.Χ.αιώνας) είναι ο συγγραφέας δύο αστρονομικών πραγματειών με τίτλους "Περί ναυτικής αστρολογίας" και "Περί τροπής της ισημερίας".
Τα περισσότερα συγγράμματα (ναυτικής αστρολογίας) τα γνωρίζουμε υπό μορφή ποιημάτων, κάτι που γινόταν για να απομνημονεύονται ευκολότερα. Μια τέτοια έμμετρη ποιητική πραγματεία, που αποτελεί μια έκθεση των αστρονομικών γνώσεων της εποχής του (σε 732 στίχους), είναι το πρώτο βιβλίο του έργου "Φαινόμενα και Διοσημείες", του Άρατου του Σολέα(305-240 π.Χ.).
Ο πατέρας της αστρονομίας, ο Ίππαρχος (190-120 π.Χ.), έφτιαξε τον πρώτο κατάλογο των αστερισμών με 1022 ορατά άστρα. Ο κατάλογος αυτός δεν υπάρχει σήμερα, πλην όμως διασώθηκε ένας παρόμοιος του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος μ.Χ. αιώνας). Σε αυτόν αναφέρει τους 48 μέχρι τότε γνωστούς αστερισμούς (21 βόρειοι, 15 νότιοι και 12 ζωδιακοί). Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι μετά τους καταλόγους του Ιππάρχου και του Πτολεμαίου και μέχρι τις αρχές του 10ου μ.Χ. αιώνα, δεν υπήρξε κανένας άλλος κατάλογος.
Ναυτικά (Αστρονομικά) Όργανα
Ήταν αναπόφευκτο, δίπλα στην εμπειρική παρατήρηση των άστρων να προστεθούν οι μετρήσεις κάποιων αστρονομικών οργάνων, τα οποία προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της ναυτιλίας και χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες ναυτικούς. Κάποια εξ' αυτών μας είναι γνωστά από περιγραφές που διασώθηκαν, ενώ για αρκετά μας είναι γνωστό μόνο το όνομά τους.
Από τα παλαιότερα και γνωστότερα αστρονομικά όργανα είναι ο γνώμων, που αποτελεί το βασικό πρόγονο του ηλιακού ρολογιού. Η ανακάλυψή του αποδίδεται στον Αναξίμανδρο (550 π.Χ.), ενώ γνωρίζουμε (με βεβαιότητα) ότι χρησιμοποιήθηκε ως ναυτιλιακό όργανο από τον Πυθέα τον Μασσαλιώτη (4ος π.Χ. αιώνας). Χρησίμευε για τον προσδιορισμό των οριζοντίων συντεταγμένων του Ήλιου και, μέσω αυτών, για τον προσδιορισμό της ώρας καθώς και πολλών άλλων αστρονομικών φαινομένων και γεωγραφικών στοιχείων.
Ένα άλλο όργανο, που ξεκίνησε ως αστρονομικό και κατέληξε ναυτικό, είναι ο αστρολάβος. Υπήρξε γνήσια ελληνική ανακάλυψη από τον μεγάλο μαθηματικό και αστρονόμο Εύδοξο τον Κνίδιο (360 π.Χ.). Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σαν όργανο μέτρησης του χρόνου (τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα), ενώ αργότερα εξελίχθηκε σε πιο πολύπλοκο αστρονομικό όργανο (με διάφορες παραλλαγές) και έμεινε σε χρήση τουλάχιστον μέχρι τον 14ο μ.Χ. αιώνα.
Πολλά άλλα ναυτικά όργανα επινόησαν και χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Μερικά εξ' αυτών είναι το ναυτικό δρομόμετρο του Ήρωνα (100 μ.Χ.)εξέλιξη του δρομόμετρου τουΑρχιμήδη (3ος π.Χ. αιώνας), το ανεμοσκόπιο του Ευτρόπιου (2ος μ.Χ. αιώνας), το γωνιόμετρο (ίσως χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Ερατοσθένη), η πλινθίς του Ιππάρχου και ο πολομετρητής.
Τέλος, ο υπολογιστής των αντικυθήρων αποτελεί ένα μοναδικό μηχανισμό, που ανακαλύφθηκε το 1901, στα Αντικύθηρα, από σφουγγαράδες της Σύμης, οι οποίοι ανακάλυψαν το ναυάγιο ενός αρχαίου πλοίου. Ανάμεσα στα ευρήματα ήταν και ένα ξύλινο διαβρωμένο κιβώτιο που περιείχε ένα σύνολο πλακών και σχεδίων που θύμιζαν γρανάζια και τροχούς. Ύστερα από διαμάχες (Ελλήνων και ξένων) επιστημόνων, σχετικά με το τι ακριβώς ήταν ο μηχανισμός αυτός, ο Βρετανός επιστήμονας Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις δημοσίευσε το 1975 μια εμπεριστατωμένη μελέτη. Σύμφωνα με αυτή πρόκειται για έναν πολύπλοκο μηχανισμό αστρονομικών παρατηρήσεων, με 27 γρανάζια διαφόρων μεγεθών. Είναι ένα αστρονομικό όργανο μεγάλης ακρίβειας που δείχνει τις κινήσεις του Ήλιου, της Γης και της Σελήνης σε διάφορες μεταξύ τους φάσεις. Η έρευνα έδειξε ότι χρονολογείται από το 80 π.Χ. και πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε στη Ρόδο.
Περίπλοι ή Σταδιασμοί
Με την εξάπλωση του ελληνικού κόσμου και τη δημιουργία των διαφόρων αποικιών παρατηρήθηκε μια έξαρση των μετακινήσεων στη θάλασσα, αποτέλεσμα της μεγάλης ανακατανομής πληθυσμών, της έκτασης του εμπορίου που αναπτύχθηκε και των κάθε μορφής επικοινωνιακών σχέσεων που δημιουργήθηκαν. Συνέπεια αυτής της κινητικότητας στη θάλασσα ήταν η εμφάνιση κειμένων, που αφορούσαν αυτές τις μετακινήσεις, παρέχοντας κάθε δυνατή πληροφορία για την ασφαλή εκτέλεση των πλόων. Τα κείμενα αυτά έμειναν γνωστά σαν περίπλοι ή σταδιασμοί (αντίστοιχα των σημερινών πλοηγών). Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν, βελτιώθηκαν και αποτέλεσαν σημαντικότατα κείμενα της ναυτικής γνώσης για την εποχή τους.
Το πρώτο αξιόλογο κείμενο χρονολογεόται από το 520 π.Χ. και είναι ο περίφημος περίπλους του Σκύλακα του Καρυανδέα, με τίτλο "Γης περίοδος", ενώ το τελευταίο που γνωρίζουμε είναι αυτό του Μαρκιανού του Ηρακλειώτη, με τίτλο " Ο Περίπλους της Έξω θαλάσσης", έργο του 4ου μ.Χ. αιώνα. Στη διάρκεια των 900 χρόνων που μεσολαβούν γράφτηκαν πολλοί περίπλοι (ελάχιστοι εξ' αυτών έχουν διασωθεί), οι οποίοι παρέχουν πάρα πολλά στοιχεία για τις ακτές των περιοχών που γνώρισαν τη δραστηριότητα των Ελλήνων, για την επαφή τους με πρωτόγονους πολιτισμούς, για τη μακρινή και άγνωστη Θούλη, τις ακτές της μαύρης θάλασσας, της Μεσογείου, της Ερυθράς θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού.
Το Ταξίδι του Πυθέα στην Άγνωστη Θούλη
Η εποχή που έζησε και έδρασε ο Πυθέας (4ος π.Χ. αιώνας) ήταν μια εποχή μεγάλης εξέλιξης των επιστημονικών γνώσεων σε πολλούς τομείς, όπως η γεωγραφία, τα μαθηματικά, η αστρονομία, η μηχανική, η αρχιτεκτονική και κυρίως τα εξερευνητικά ταξίδια, μια μεγαλειώδης περιπέτεια, στην οποία οι Έλληνες έπαιξαν ρόλο πρωταγωνιστικό και καταχωρημένο στην παγκόσμια ιστορία. Ήταν το ανήσυχο πνεύμα τους που τους οδήγησε ως τα ακρότατα όρια του κόσμου και το ψυχικό σθένος τους που θέλησε να καταγράψει το άγνωστο.
Στη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα πραγματοποιήθηκε από τον Πυθέα τον Μασσαλιώτη ένα μοναδικής σημασίας ταξίδι στη βόρεια Ευρώπη και ακόμη πιο πάνω, σε μέρη που έως τότε δεν είχε πατήσει ανθρώπου πόδι, στις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου, προς τη μακρινή και άγνωστη Θούλη. Το ταξίδι αυτό είχε διπλή υπόσταση. Αφ' ενός ήταν εμπορικό, με βασικό σκοπό να φτάσουν οι έμποροι της Μασσαλίας στις πηγές του κασσίτερου(Αγγλία, Ιρλανδία) και του κεχριμπαριού (ακτές βόρειας θάλασσας και Βαλτικής) και αφ' ετέρου επιστημονικό, καθότι ο Πυθέας (αρχηγός της αποστολής) ήταν φημισμένος γεωγράφος και μαθηματικός.
Το θαυμαστό αυτό επίτευγμα, που έκανε γνωστούς στον πολιτισμένο τότε κόσμο τους τόπους και τους κατοίκους της βόρειας Ευρώπης με το πλήθος των πληροφοριών και μετρήσεων του Πυθέα, καλύπτεται από πολλά ερωτηματικά, με μεγαλύτερο και πιο ουσιώδες το ερώτημα: που ακριβώς βρισκόταν η Θούλη. Υπάρχει έντονη διάσταση απόψεων σχετικά με τη Θούλη, αφού οι περισσότεροι ισχυρίζονται ότι είναι τα νησιά Shetland(ΒΑ από το βορειότερο άκρο της Σκωτίας), άλλοι πιστεύουν ότι είναι η Ισλανδία, ενώ άλλοι είναι βέβαιοι ότι ο Πυθέας προσέγγισε τη Γροιλανδία. Πέραν αυτών όμως, η μεγάλη αυτή ναυτική περιπέτεια είναι το πρώτο ιστορικά τεκμηριωμένο ταξίδι και το πρώτο ταξίδι στο Βορρά, με πλήθος λεπτομερειών και παρατηρήσεων το οποίο έκανε γνωστές στον αρχαίο κόσμο χώρες και λαούς, όπως η Βρετανική (Αγγλία), η Ιέρνη (Ιρλανδία), η Βαλτία (Νορβηγία) και η Θούλη. Ήταν ένα ταξίδι ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, με το οποίο ο ελληνικός κόσμος μπαίνει στην περίοδο των μεγάλων εξερευνητικών ταξιδιών που πραγματοποίησαν οι Έλληνες στις γνωστές ηπείρους Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Χάρτες και Χαρτογραφία
Αναμφίβολα η χαρτογραφία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στον ευρύτερο (αρχαίο) ελληνικό χώρο. Ο χάρτης απαιτεί μια σύνθεση γνώσεων και είναι αποτέλεσμα επιτόπιων παρατηρήσεων ή μελέτης παρατηρήσεων που έχουν συγκεντρωθεί με πολύ κόπο. Πολλοί χάρτες περιορισμένης τοπικής εμβέλειας βρίσκονταν ενσωματωμένοι στα περιγραφικά κείμενα που είναι γνωστά ως περίπλοι ή σταδιασμοί. Οι χάρτες αυτής της μορφής αναπτύχθηκαν ταχύτατα στην περίοδο των μεγάλων εξερευνητικών ταξιδιών, προς Ανατολάς με τις πολεμικές επιχειρήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προς Δυσμάς με το θαυμαστό ταξίδι του Πυθέα και προς Νότο με τις αποστολές που διοργάνωσαν οι Έλληνες βασιλείς της Αιγύπτου για την ανακάλυψη των πηγών του Νείλου. Φυσικά υπήρχαν και παλαιότεροι χάρτες που είχαν σχεδιαστεί για να αναπαραστήσουν (σε χαρτί, πέτρα ή ξύλο) το σχήμα της Γης και τη θέση της στο σύμπαν βάσει φιλοσοφικών ή αστρονομικών απόψεων. Ουσιαστικά όμως οι χάρτες έκαναν την παρουσία τους μόνο μετά την τεράστια αποικιακή εξάπλωση των Ελλήνων προς όλες τις κατευθύνσεις του μεσογειακού χώρου, στη διάρκεια του 8ου και 7ου π.Χ. αιώνα, και γεννήθηκε έτσι η επιστήμη της χαρτογραφίας.
Θεμελιωτής της χαρτογραφικής επιστήμης ήταν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (611-546 π.Χ.) που πρώτος αυτός παρουσίασε στον ελληνικό χώρο το χάρτη της Γης ("Αναξίμανδρος πρώτος ετόλμησε την οικουμένην εν πίνακι γράψαι"). Μαθητής του Θαλή, ο Αναξίμανδρος ανήκει στην περίφημη σχολή της Ιωνίας, σε εκείνη την ομάδα των φιλοσόφων που πραγματοποίησαν την πρώτη "επανάσταση στη γνώση". Θεωρούσε τη Γη έναν κύλινδρο μεγάλου πάχους που αιωρούταν στο κέντρο του ουράνιου θόλου και πίστευε ότι η οικουμένη περιβαλλόταν από έναν τεράστιο κυκλικό ωκεανό. Στο κέντρο του χάρτη ήταν η Ελλάδα και το Αιγαίο, και περιλαμβάνοταν περιοχές που εκτείνονταν από τον Ατλαντικό ωκεανό έως την Κασπία θάλασσα. Έχουμε δηλαδή έναν κυκλικό χάρτη με ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, που δεν είναι άλλο από τους Δελφούς, αφού βρισκόταν στο κέντρο του ελληνικού χώρου, γεγονός που αποτελεί τεράστια επανάσταση σχετικά με τη συναφή επιστήμη της γεωγραφίας και υποδηλώνει ένα ανεπτυγμένο σύστημα πληροφοριών.
Άξιος συνεχιστής του έργου του Αναξίμανδρου, υπήρξε ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (560-480 π.Χ.) που βελτίωσε τον "πίνακά" του και τον περιέλαβε στο έργο του Γης Περίοδος, παραθέτοντας εκτεταμένες περιγραφές διαφόρων χωρών και των λαών που τις κατοικούσαν. Οι σημειώσεις και τα στοιχεία με τα οποία ο Εκαταίος πλαισίωσε το χάρτη του υπήρξαν πολύ ακριβή και αυτά αποτελούν (ουσιαστικά) την προσωπική του συμβολή στη χαρτογραφία.
Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι κάποιοι χάρτες ήταν ζωγραφισμένοι πάνω σε ξύλο ή πάνω σε χαλκό, όπως ο "χάλκεος πίναξ (504 π.Χ.)" του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα. Ο τελευταίος είχε επιδείξει στον Κλεομένη, βασιλιά της Σπάρτης, ένα χάλκινο χάρτη, πάνω στον οποίο ήταν σχεδιασμένη η περίμετρος της γης, η θάλασσα και όλοι οι ποταμοί (πιθανότατα να είχε χαραχθεί από τον Εκαταίο, πλην όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί). Η επίδειξη αυτή έγινε στα πλαίσια της προσπάθειας του Αρισταγόρα να πείσει τους Σπαρτιάτες, για να συμμαχήσουν στη σχεδιαζόμενη τότε εξέγερση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών. Αυτός είναι ο πρώτος χάρτης σε χρήση στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Ο Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος (370-296 π.Χ.) πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στη χαρτογραφία, αφού αυτός είναι ο πρώτος που χώρισε τους χάρτες σε παραλλήλους και μεσημβρινούς, διαχωρισμό που ακολουθούμε ως σήμερα. Σχεδίασε ένα ορθογώνιο δικτυωτό που βασιζόταν σε ένα κύριο παράλληλο και σε ένα κύριο μεσημβρινό. Ο κύριος παράλληλος (που ο Δικαίαρχος τον αποκάλεσε διάφραγμα της οικουμένης) ξεκινούσε από τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ), περνούσε από τον Ταύρο της Μ. Ασίας και τελείωνε στην ανατολική άκρη του τότε γνωστού κόσμου (αρχαίο Ινδικό Καύκασο), χωρίζοντας τον κόσμο σε δύο τμήματα, βόρειο και νότιο. Ο κύριος μεσημβρινός περνούσε από τη Ρόδο και τη Συήνη (σημερινό Aswan της Αιγύπτου). Οι δύο αυτές γραμμές χωρίζονταν σε στάδια (μονάδα απόστασης), σχηματίζοντας έτσι μια κλίμακα που χρησίμευε ως βάση για το χάρτη.
Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες γεωγράφους και αστρονόμους της αρχαιότητας ήταν ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (276-194 π.Χ.). Υπήρξε μια πραγματικά μεγάλη επιστημονική προσωπικότητα και οι ανακαλύψεις του είναι καταπληκτικές. Μέτρησε την περιφέρεια της γήϊνης σφαίρας (με εκπληκτική για την εποχή ακρίβεια), καθιέρωσε τις πέντε κλιματολογικές ζώνες της γης, εφεύρε το ημερολόγιο που ονομάστηκε Ιουλιανό και συνέθεσε το ανεμολόγιο. Βελτίωσε το χάρτη του Δικαίαρχου, καθότι ως διευθυντής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, μπόρεσε να συγκεντρώσει ένα μεγάλο αριθμό μετρήσεων (γεωγραφικό πλάτος και μήκος) για διάφορους τόπους της γης. Το αποτέλεσμα ήταν ένας χάρτης αρκετά ακριβής και με όρια μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα στο χάρτη του Δικαίαρχου. Ο σχεδιασμός του ήταν σημαντικότατο βήμα προόδου, και απέκτησε μεγάλη φήμη στην αρχαιότητα.
Τη χαρτογραφική αντίληψη του Δικαίαρχου τελειοποίησε ο Μαρίνος ο Τύριος(60-130 μ.Χ.), ο οποίος σχεδίασε τη σφαίρα σε επίπεδη μορφή (όπως αναφέρει ο Πτολεμαίος). Ο χάρτης του παρείχε τις δυνατότητες που παρέχει ένας σημερινός ναυτικός χάρτης (ύπαρξη ισημερινού και πρώτου μεσημβρινού, διατήρηση ομοιότητας σχημάτων, δυνατότητα λοξοδρομικής πλεύσης κ.λ.π.).Έτσι ο Μαρίνος αναδεικνύεται ο επινοητής (πριν 2000 χρόνια) της κυλινδρικής προβολής και των αυξομερών πλατών, επινοήσεις που (κάκιστα) αποδίδονται στο Φλαμανδό χαρτογράφο Ριχάρδο Κρέμερ ή Μερκάτορα που τις οικειοποιήθηκε πολλούς αιώνες αργότερα (1556 μ.Χ.).
Το χάρτη του Μαρίνου, καθώς και όλους τους προγενέστερους, βελτίωσε ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος μ.Χ. αιώνας), ο τελευταίος Έλληνας γεωγράφος της αρχαιότητας. Ο χάρτης του ήταν ο τελειότερος της εποχής του και αποτέλεσε τη βάση και την πηγή της χαρτογραφίας για τους επόμενους 15 αιώνες. Το δίδυμο Μαρίνος-Πτολεμαίος απογείωσε την επιστήμη της χαρτογραφίας, επιστήμη καθαρά ελληνική που αναπτύχθηκε εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που είχαν οι Έλληνες με τη θάλασσα.
Επίλογος
Τα παραπάνω([1]) αποτελούν μια συνοπτική αναφορά στις ναυτικές γνώσεις και επιτεύγματα των προγόνων μας, που συσσωρεύτηκαν με το πέρασμα των χρόνων και έγιναν τελικά εργαλείο για τους μεταγενέστερους (Έλληνες και μη). Ο Έλληνας, μέσω ενός πολιτιστικού μονόλογου που συνεχίστηκε για εκατοντάδες χρόνια σε Ανατολή και Δύση, παρείχε στην ανθρωπότητα (ναυτικές) γνώσεις που δεν μπορούν να ανταλλαγούν με άλλες, αφού όμοιός του λαός δεν υπήρξε στις ναυτικές επιχειρήσεις.
([1]) Τα στοιχεία έχουν αντληθεί/σταχυολογηθεί από τα παρακάτω βιβλία του ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΛΑΖΟΥ (Εκδόσεις ’’ΑΙΟΛΟΣ’’), προκειμένου να γίνουν κτήμα των ανθρώπων που θα διαβάσουν το παρόν βιβλίο:
ΝΑΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ(ΟΡΓΑΝΑ, ΧΑΡΤΕΣ, ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΑ).
Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ (Μια ελληνική ανακάλυψη του 80 π.Χ.).
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΠΥΘΕΑ ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΘΟΥΛΗ (ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ).
ΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ.
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Γράφτηκε από τον/την Μανώλης Καλαθάκης, Εκπαιδευτής Ιστιοπλοΐας